- καταχείριος
- κατα-χείριος, in die Hand passend, nach der Hand
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταχείριος — καταχείριος, ον (Α) ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός] … Dictionary of Greek
καταχείριον — καταχείριος fitting the hand masc/fem acc sg καταχείριος fitting the hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχείριος — μεταχείριος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή μεταξύ τών χεριών 2. ο πάνω στα χέρια («χέων μεταχείριον ὕδωρ», Νόνν.) 3. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, υποχείριος, δούλος, σκλάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά … Dictionary of Greek